στρύχνος

στρύχνος
(solanum). Γένος φυτών (δέντρων, δεντρυλλίων ή θάμνων) της οικογένειας των Λογανιιδών (δικοτυλήδονα). Ο στρύχνος του Ιγνάτιου είναι ένας αναρριχώμενος θάμνος, ιθαγενής των Φιλιππίνων, του οποίου τα σπέρματα (τα κουκιά του αγίου Ιγνάτιου) περιέχουν δύο αλκαλοειδή: τη στρυχνίνη και τη βρουκίνη. Γι’ αυτό η σκόνη των σπερμάτων χρησιμοποιείται στη θεραπευτική υπό τη μορφή βάμματος ή υγρού. Χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία των νευρίτιδων και γενικά των δυσλειτουργιών των νεύρων, ειδικά τοξικής φύσης. Ο, στρύχνος ο εμετικός είναι δέντρο του οποίου ο καρπός, γνωστός ως «κάρυο εμετικό», έχει φαρμακευτικές ιδιότητες.
* * *
ο, ΝΑ, και στρύχνος και τρύχνος, ἡ, Α
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λογανιίδες και περιλαμβάνει 200 περίπου είδη ξυλωδών φυτών που είναι ιθαγενή τών τροπικών και υποτροπικών περιοχών
αρχ.
ονομασία φυτών, μεταξύ τών οποίων μερικά είναι δηλητηριώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού στρύχνον, με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στρύφνος — ο, Ν το φυτό στρύχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί στρύχνος] …   Dictionary of Greek

  • στρύχνη — ἡ, Μ πιθ. ο στρύχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού στρύχνος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • τρύχνη — ἡ, Α στρύχνος, τρύχνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τρύχνος / στρύχνος*, κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • Datura stramonium — This article is about the hallucinogenic loco weed . For the plant toxic to livestock, see Locoweed. Thorn apple / Jimson weed Scientific classification Kingdom: Plantae …   Wikipedia

  • Physalis — Taxobox name = Physalis image width = 240px image caption = Cape Gooseberry ( Physalis peruviana ) in flower regnum = Plantae divisio = Magnoliophyta classis = Magnoliopsida subclassis = Asteridae unranked ordo = Euasterids I ordo = Solanales… …   Wikipedia

  • Дурман обыкновенный — Дурман обыкновенный …   Википедия

  • Estricnina — (Del gr. strykhnos, nombre de varias plantas venenosas.) ► sustantivo femenino QUÍMICA Alcaloide venenoso obtenido de la nuez vómica y otros vegetales. * * * estricnina (del gr. «strýchnos», nombre de varias plantas solanáceas venenosas) f. Quím …   Enciclopedia Universal

  • βρομοβότανο — το ονομασία του φυτού στρύχνος, αγριοντομάτα …   Dictionary of Greek

  • καλλιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ιερέας των Ελευσίνιων μυστηρίων (6ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Φαινίππου και πατέρας του Ιππονίκου. Καταγόταν από μία από τις πιο αριστοκρατικές αθηναϊκές οικογένειες, η οποία κατείχε με κληρονομικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”